- κονταρόξυλο
- τό1) древко копья; 2) шест
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κονταρόξυλο — το το ξύλο τού κονταριού … Dictionary of Greek
κονταρόξυλο — το το ξύλο του κονταριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντός — ή, ό επίρρ. ά 1. κοντόσωμος, κοντούλης: Δεν τον θέλει αυτόν τον κοντό για άντρα της. 2. φρ., «λέει ο ένας το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του» λέγεται για κείνους που εκφέρουν γνώμες αντίθετες τη μια από την άλλη ή που διατυπώνουν διάφορες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)